Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι η κεντρική τράπεζα του ευρώ και διαχειρίζεται τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης, η οποία αποτελείται από τα 19 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μία από τις μεγαλύτερες νομισματικές ζώνες στον κόσμο. Η ΕΚΤ ιδρύθηκε το 1998 και έχει ως κύρια αρμοδιότητα τη ρύθμιση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εδρεύει στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοντέλο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βασίζεται σε αυτό της Bundesbank, αλλά και ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι εντελώς ανεξάρτητη, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα δεν μπορεί να ζητήσει ή να δεχθεί οδηγίες από κανέναν άλλο φορέα.
Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διέπεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο και όχι από το εταιρικό δίκαιο, ενεργεί όπως μια εταιρεία υπό την έννοια ότι έχει μετόχους και μετοχικό κεφάλαιο. Το μετοχικό της κεφάλαιο υπερβαίνει τα 7 δισεκατομμύρια. Τα μερίδια των εθνικών κεντρικών τραπεζών στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ αντιστοιχούν στα μερίδια των κρατών μελών επί του πληθυσμού και του ΑΕΠ της ΕΕ.
Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση το 2019. Εδώ και 10 χρόνια υπήρχε μείωση των επενδύσεων, ο πληθυσμός μειωνόταν χρόνο με το χρόνο, η οικονομική μετανάστευση, το λεγόμενο "brain drain", είχε προκύψει λόγω της υπερβολικής φορολόγησης. Η στροφή προς τη βελτίωση ήρθε το 2015, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκλεισε τις ελληνικές τράπεζες από τη ρευστότητα της ΕΚΤ. Με αυτή την τοξική απόφαση, εξαφάνισε κάθε εύνοια στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Αυτή η προσέγγιση έχει γίνει ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Η ΕΚΤ αναγκάστηκε όλα αυτά τα χρόνια να υιοθετήσει πολιτικές και μέσα που οδήγησαν στην κατασπατάληση τεράστιων χρηματικών ποσών.
Για παράδειγμα, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στο πλαίσιο του οποίου η ΕΚΤ αγόρασε χρέος αξίας 2,7 τρισ. ευρώ. Από τη μία πλευρά, κατάφερε να κρατήσει την Ιταλία στην ευρωζώνη διατηρώντας το ενιαίο νόμισμα. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, το Βερολίνο πρότεινε μια εντελώς απαράδεκτη πρακτική: για κάθε ευρώ ιταλικού χρέους που αγόραζε, έπρεπε να αγοράζει δύο ευρώ γερμανικού χρέους! Έτσι, υπήρξε έλλειψη γερμανικών ομολόγων στην αγορά, τα γερμανικά επιτόκια έγιναν αρνητικά και, φυσικά, οι Γερμανοί καταθέτες μισούσαν οτιδήποτε είχε σχέση με την ΕΚΤ.
Ωστόσο, το 2023 στην Ελλάδα, μετά από όλα αυτά τα γεγονότα, περιέργως, χαρακτηρίστηκε από αύξηση του ΑΕΠ κατά 35 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερο από ό,τι το 2019. Υπήρξαν 300.000 νέες θέσεις εργασίας, σημαντική μείωση της ανεργίας. Η Ελλάδα έγινε πολύ πιο εξωστρεφής. Ο τουρισμός αναπτύχθηκε, συνδυάζοντας ποσότητα, ποιότητα και πολύ υψηλές τιμές.
Δομή και λειτουργίες της ΕΚΤ
Με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ιδρύθηκαν τόσο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που αποτελούν τον πυρήνα του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ. Το Ευρωσύστημα αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών μελών της ΕΕ που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, ενώ η ΕΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών μελών της ΕΕ, είτε έχουν υιοθετήσει το ευρώ είτε όχι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοντέλο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βασίζεται σε αυτό της Bundesbank. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πλήρως ανεξάρτητη, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα δεν μπορεί να ζητήσει ή να δεχθεί οδηγίες από κανέναν άλλο φορέα.
Τα διοικητικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, το Γενικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από τα έξι μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, τους διοικητές των δεκαοκτώ κεντρικών τραπεζών της ζώνης του ευρώ, και συνεδριάζει δύο φορές τον μήνα στην έδρα της ΕΚΤ. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ και για τον καθορισμό των επιτοκίων που χρεώνει η κεντρική τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες.
Η Εκτελεστική Επιτροπή αποτελείται από έξι μέλη που διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για οκταετή θητεία με ειδική πλειοψηφία. (Πρόεδρος, αντιπρόεδρος και τέσσερα άλλα μέλη). Η επιτροπή αυτή είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, τη διαχείριση των καθημερινών εργασιών της τράπεζας, την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που υιοθετεί το Διοικητικό Συμβούλιο και κάθε άλλο καθήκον που της ανατίθεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Το Γενικό Συμβούλιο αποτελείται από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των είκοσι οκτώ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω Συμβούλιο είναι μεταβατικό όργανο, με κύρια αρμοδιότητα την προετοιμασία της προσχώρησης νέων χωρών στη ζώνη του ευρώ και, σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΚΤ και της ΕΚΤ, θα καταργηθεί μόλις όλα τα μέλη της ΕΕ υιοθετήσουν το ενιαίο νόμισμα.
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος υποχρεούνται να καταβάλλουν το εγγεγραμμένο κεφάλαιό τους στο ακέραιο, ενώ οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εκτός της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να καταβάλλουν ένα ελάχιστο ποσό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου τους ως συνεισφορά στα λειτουργικά έξοδα της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
- Εποπτεύει άμεσα τις μεγάλες τράπεζες. Μια τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί σημαντική ανάλογα με το μέγεθός της, τη σημασία της για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα ή αν έχει ανακεφαλαιοποιηθεί με δημόσια κεφάλαια. Η ΕΚΤ είναι εξουσιοδοτημένη να.
- Να διενεργεί εποπτικούς ελέγχους, επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες,
- να χορηγεί ή να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα,
- να αξιολογεί κοινοποιήσεις για την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα,
- να επιβάλλει υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ("κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας") ως απάντηση σε τρέχουσες ή μελλοντικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις,
- την επιβολή κυρώσεων για κάθε παράβαση της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
- Εποπτεύει έμμεσα τις τράπεζες που θεωρούνται λιγότερο σημαντικές. Οι τράπεζες αυτές εποπτεύονται άμεσα από τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές.
- Η ΕΚΤ εισπράττει ετήσια εποπτικά τέλη από τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα για την κάλυψη του κόστους που επωμίζεται η ΕΚΤ στο πλαίσιο των εποπτικών της καθηκόντων.
- Τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ μπορούν να συμμετέχουν στον SSM ζητώντας στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής τους αρμόδιας αρχής.
Τα καθήκοντα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας της ΕΚΤ διαχωρίζονται για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ τους. Ο διαχωρισμός επιβάλλεται με αυστηρούς περιορισμούς: για παράδειγμα, επιτρέπεται η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μόνο εφόσον πληρούνται ορισμένες εγγυήσεις.
Με τη δημιουργία του SSM, οι κανόνες ψηφοφορίας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) τροποποιήθηκαν ώστε να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον SSM δεν κυριαρχούν αδικαιολόγητα στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΑΤ.
Ο ρόλος της ΕΚΤ στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει θέσει ως στόχο να διατηρήσει τις τιμές σταθερές, δηλαδή να μην τις αυξήσει σημαντικά, αποφεύγοντας παράλληλα παρατεταμένες περιόδους πτώσης των τιμών (αποπληθωρισμός). Ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο αύξησης των τιμών, επηρεάζοντας άμεσα την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Με τα ίδια χρήματα, αγοράζουν πλέον λιγότερα προϊόντα. Αντίθετα, ο αποπληθωρισμός, ενώ αυξάνει προσωρινά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις, την ανεργία και τις κρατικές δαπάνες. Η οικονομία θα αρχίσει να επιβραδύνεται, καθώς οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις μειώνουν τις δαπάνες και τις επενδύσεις τους.
Τον Ιούνιο του 2023, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 2,7%, μειωμένος κατά 1,4 μονάδες από τον Μάιο του 2023. Πρόκειται για τον πέμπτο χαμηλότερο στην ΕΕ και 2,7 μονάδες χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,5% κατά μέσο όρο).
ΕΚΤ και ελληνικός μηχανισμός νομισματικής πολιτικής
Το ευρώ εισήχθη την 1η Ιανουαρίου 1999 και έγινε το νόμισμα περισσότερων από 300 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη. Για τα πρώτα τρία χρόνια ήταν ένα άυλο νόμισμα που χρησιμοποιούνταν μόνο για λογιστικούς σκοπούς, για παράδειγμα στις ηλεκτρονικές πληρωμές. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία την 1η Ιανουαρίου 2002 και αντικατέστησαν, με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα των εθνικών νομισμάτων, όπως το βελγικό φράγκο και το γερμανικό μάρκο.
Σήμερα, τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ αποτελούν νόμιμο χρήμα σε 20 από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των υπερπόντιων διαμερισμάτων, εδαφών και νησιών που αποτελούν μέρος μιας χώρας της ευρωζώνης ή συνδέονται με αυτήν. Οι χώρες αυτές αποτελούν τη ζώνη του ευρώ. Η Ανδόρα, το Μονακό, ο Άγιος Μαρίνος και το Βατικανό χρησιμοποιούν επίσης το ευρώ στο πλαίσιο επίσημης συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Μαυροβούνιο και το Κοσσυφοπέδιο χρησιμοποιούν το ευρώ, αλλά χωρίς επίσημη συμφωνία. Σήμερα, περίπου 350 εκατομμύρια άνθρωποι πραγματοποιούν πληρωμές με μετρητά σε ένα ενιαίο νόμισμα - τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα ευρώ έχουν γίνει ένα απτό σύμβολο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τον Ιούνιο του 1988, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επαναβεβαίωσε τον στόχο της σταδιακής εγκαθίδρυσης μιας Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και ανέθεσε σε μια επιτροπή υπό την προεδρία του Ζακ Ντελόρ, τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να μελετήσει και να προτείνει συγκεκριμένα βήματα που θα οδηγούσαν σε μια τέτοια ένωση.
Η επιτροπή αποτελούνταν από τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ): Alexandre Lamfalussy, ο οποίος ήταν τότε γενικός διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, Niels Thygesen, καθηγητής οικονομικών στη Δανία, και Miguel Boyer, τότε πρόεδρος της Banco Exterior de España.
Το αποτέλεσμα των εργασιών αυτής της επιτροπής ήταν η έκθεση Delors, σύμφωνα με την οποία η οικονομική και νομισματική ένωση θα έπρεπε να επιτευχθεί σε τρία ξεχωριστά αλλά εξελικτικά στάδια.
Η κατάσταση εφαρμογής της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ)
Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου (ΕΝΙ) την 1η Ιανουαρίου 1994 σηματοδότησε την έναρξη της δεύτερης φάσης της ΟΝΕ και, κατά συνέπεια, τη διάλυση της Διοικούσας Επιτροπής. Το ΕΝΙ ήταν μια μεταβατική φάση που αντανακλούσε επίσης την κατάσταση της νομισματικής ολοκλήρωσης στην Κοινότητα. Το ΕΝΙ δεν ήταν υπεύθυνο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς αυτό αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των εθνικών αρχών. Επιπλέον, δεν είχε καμία αρμοδιότητα παρέμβασης στις αγορές συναλλάγματος.
Τον Δεκέμβριο του 1995, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να ορίσει το "ευρώ" ως την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Ανακοινώθηκε ένα χρονοδιάγραμμα για τη μετάβαση στο ευρώ, το οποίο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε λεπτομερείς προτάσεις που είχε εκπονήσει το ΕΝΙ.
Παράλληλα, το ΕΝΙ ανέλαβε προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με τις μελλοντικές νομισματικές και συναλλαγματικές σχέσεις μεταξύ της ζώνης του ευρώ και άλλων χωρών της ΕΕ. Τον Δεκέμβριο του 1996, το ΕΝΙ υπέβαλε έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η οποία αποτέλεσε τη βάση για το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τις αρχές και το πλαίσιο για έναν νέο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ), το οποίο εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 1997.
Τον Δεκέμβριο του 1996, το ΕΝΙ παρουσίασε επίσης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στη συνέχεια στο ευρύ κοινό μια επιλεγμένη σειρά σχεδίων για τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που επρόκειτο να τεθούν σε κυκλοφορία την 1η Ιανουαρίου 2002.
Προκειμένου να συμπληρώσει και να καθορίσει τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ΟΝΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης τον Ιούνιο του 1997. Το Σύμφωνο αναθεωρήθηκε το 2005 και το 2011.
Στις 2 Μαΐου 1998, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούμενο από αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, αποφάσισε ομόφωνα ότι 11 κράτη μέλη πληρούσαν τα κριτήρια για να συμμετάσχουν στην υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999. Οι πρώτοι συμμετέχοντες ήταν το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία. Επιπλέον, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων κατέληξαν σε συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο σχετικά με τα πρόσωπα που θα προταθούν ως μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ το 1981. Το ευρώ κυκλοφορεί στη χώρα από το 2001 (σε είδος από το 2002).
Την 1η Ιανουαρίου 2001, ο αριθμός των κρατών μελών της ΕΕ, έφτασε τα 12. Η Σλοβενία έγινε το δέκατο τρίτο μέλος της ευρωζώνης την 1η Ιανουαρίου 2007. Η Κύπρος και η Μάλτα ακολούθησαν ένα χρόνο αργότερα, η Σλοβακία την 1η Ιανουαρίου 2009, η Εσθονία την 1η Ιανουαρίου 2011, η Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014, η Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015 και η Κροατία την 1η Ιανουαρίου 2023. Οι κεντρικές τράπεζες των χωρών που προσχώρησαν έγιναν αυτόματα μέλη του Ευρωσυστήματος από την ημερομηνία προσχώρησης.
Συνεργασία της ΕΚΤ με τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ιδρύθηκε το 2010 με κύριο στόχο τη διατήρηση ενός υγιούς χρηματοπιστωτικού συστήματος προς όφελος της κοινωνίας.
Σήμερα, το Ταμείο αλληλεπιδρά με τις συστημικά σημαντικές τράπεζες στην Ελλάδα:
- Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (40,4%)
- Τράπεζα Πειραιώς (27%)
- Alfa Bank (8,9%)
- Eurobank s (1,4%)
- Τράπεζα Αττικής (70%).
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας έχει πλέον σαφώς ενισχυθεί και είναι σε καλύτερη θέση να στηρίξει δυναμικά την πραγματική οικονομία.
Ο ρόλος της ΕΚΤ στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε συντηρητική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς και έκτακτα μέτρα ρευστότητας που δεν αύξησαν σημαντικά το ενεργητικό της κεντρικής τράπεζας.
Πρώτον, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ σε δολάρια ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρχίζει να παρέχει ρευστότητα σε δολάρια βάσει συμφωνίας ανταλλαγής νομισμάτων με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Ένα άλλο μέτρο που εφάρμοσε η ΕΚΤ ήταν οι εβδομαδιαίες πράξεις αναχρηματοδότησης με τη μορφή δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή, δηλαδή το επιτόκιο καθορίζεται εξαρχής και η Κεντρική Τράπεζα παρέχει τόση ρευστότητα όση ζητούν οι τράπεζες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εξασφαλίσεις που παρέχουν είναι καλής ποιότητας.
Τέλος, για να διασφαλίσει την ενότητα της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σταμάτησε τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων και εισήγαγε, ως τελική απάντηση στην κρίση, τις άμεσες νομισματικές πράξεις, δηλαδή τις συναλλαγές στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων, που αποσκοπούν στην εξάλειψη των σοβαρών στρεβλώσεων, αντιστρέφοντας έτσι τα καταστροφικά σενάρια που συνδέονται με τις απόπειρες αποσταθεροποίησης του ευρώ.
Συμπερασματικά, το αποτέλεσμα των συντηρητικών πολιτικών και των συνακόλουθων πολιτικών λιτότητας που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν η ύφεση που άρχισε να εκδηλώνεται στις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και η αύξηση των ελλειμμάτων πολλών χωρών λόγω της παροχής ρευστότητας.
Η ΕΚΤ διενεργεί πράξεις ανοικτής αγοράς μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών, οι οποίες χορηγούν κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα των αντίστοιχων χωρών τους. Όλα τα δάνεια που παρέχει η ΕΚΤ καλύπτονται από κατάλληλες εγγυήσεις. Κάθε δεκαπενθήμερο, το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ καθορίζει το επιτόκιο των επενδύσεων κύριας αναχρηματοδότησης των επιχειρήσεων και το επιτόκιο καταθέσεων. Η ΕΚΤ παρέχει επίσης δάνεια για τη μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση των επενδύσεων των επιχειρήσεων με διάρκεια τριών μηνών, καθώς και δανεισμό με τη μορφή περιθωρίου κέρδους και αποδοχή καταθέσεων. Επιπλέον, προσφέρει δύο άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν εξασφαλίσεις και λαμβάνουν ως αντάλλαγμα δάνεια μίας ημέρας.
Υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν εντοπιστεί σε ορισμένες χώρες με μη ανταγωνιστικές οικονομίες και υψηλά επίπεδα δημοσιονομικού χρέους, κυρίως στη Νότια Ευρώπη. Τα κρατικά ομόλογα άρχισαν επίσης να υποτιμώνται, καθιστώντας δύσκολη την εξεύρεση των απαραίτητων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των εγχώριων αναγκών.
Τον Μάιο του 2010, η κρίση στην Ελλάδα έγινε εμφανής, καθώς το υψηλό και μη εξυπηρετούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας προκάλεσε πανικό στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Πολλά διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνειδητοποίησαν ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατείχαν θα δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα ρευστότητας σε αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες. Αργότερα προέκυψε ότι, εκτός από την Ελλάδα, και άλλες οικονομίες, κυρίως στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα.
Από τον Αύγουστο του 2011 έως τον Μάιο του 2013, η οικονομική κρίση άλλαξε μορφή. Αρκετές χώρες με σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα επηρέασαν την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών τους, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να ενεργήσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης.
Στα μέσα του 2012, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα OMT (άμεσες νομισματικές συναλλαγές) με στόχο την αγορά κρατικών ομολόγων. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, η ΕΚΤ αγόραζε κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά για να διατηρήσει την αξία τους σε χαμηλά επίπεδα. Με τη στήριξη της ΕΚΤ, τα κρατικά ομόλογα άρχισαν να θεωρούνται ασφαλής επένδυση.
Από τον Νοέμβριο του 2014, η ΕΚΤ ανέλαβε την τραπεζική εποπτεία (κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου) για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Η ΕΚΤ και οι Εθνικές Εποπτικές Αρχές, που αποτελούν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, διενεργούν δοκιμές αντοχής για να ελέγξουν τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα ως προς την ανθεκτικότητα στη χρηματοδότηση και τις πηγές κεφαλαίου που είναι ικανές να καλύψουν απρόβλεπτες κεφαλαιακές ανάγκες.
Τον Ιανουάριο του 2015, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την αγορά κρατικών ομολόγων. Τον Μάρτιο του 2015, ανακοινώθηκε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ύψους 1,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αποκατέστησε την εμπιστοσύνη της αγοράς στην οικονομία και στην επίλυση της κρίσης από την ΕΚΤ. Βοήθησε στην αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίων σε αποσταθεροποιημένες περιφερειακές οικονομίες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, παρέχοντας ασφαλέστερους τίτλους. Αυτό αύξησε τη ρευστότητα στην αγορά και παρείχε φθηνό χρήμα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να μπορέσει να αυξήσει τον δανεισμό στην πραγματική οικονομία.
Η ΕΚΤ ελέγχει άμεσα 116 μεγάλες τράπεζες που βρίσκονται στα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Οι τράπεζες αυτές κατέχουν σχεδόν το 82% του συνολικού τραπεζικού ενεργητικού στην ευρωζώνη. Τέλος, η ΕΚΤ είναι ο θεματοφύλακας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, του κύριου και δυνητικά σημαντικότερου στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκπλήρωση του οποίου έχει άμεσο και καθοριστικό αντίκτυπο στην τραπεζική λειτουργία στη ζώνη του ευρώ, καθώς και στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των ευρωπαίων καταναλωτών στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας στην ενιαία αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), τη μεγαλύτερη τράπεζα στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1841 από τον Γεώργιο Σταύρου από τα Ιωάννινα, ο οποίος ήταν ο πρώτος διευθυντής της.
Από τον Οκτώβριο του 1999, οι μετοχές της Τράπεζας διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Στα τέλη του 2002, η ΕΤΕΓ επιδίωξε συγχώνευση μέσω της εξαγοράς της θυγατρικής της, της Εθνικής Τράπεζας Επενδύσεων για τη Βιομηχανική Ανάπτυξη της Νότιας Αφρικής (ETEBA).
Προκλήσεις και προοπτικές
Στην καθημερινή μας ζωή, όλο και περισσότεροι άνθρωποι πληρώνουν με κάρτα ή πραγματοποιούν συναλλαγές στο διαδίκτυο. Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να κυκλοφορούν τεράστιες ποσότητες μετρητών.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, το μερίδιο των πληρωμών με μετρητά μειώθηκε από 72% σε 59% μόνο τα τελευταία τρία χρόνια.
Η ΕΚΤ δεν ορίζει συνήθως την έκδοση ενός συγκεκριμένου χαρτονομίσματος στην ίδια κεντρική τράπεζα κάθε χρόνο, αλλά διαφοροποιείται.
Οι τραπεζίτες, ωστόσο, λένε ότι πολλοί Ευρωπαίοι παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντι στα εναλλακτικά μέσα πληρωμής και εξακολουθούν να προτιμούν τα μετρητά. Εκτός από το κόστος εκτύπωσης, η συντήρηση των ΑΤΜ κοστίζει πολλά δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε όλη την ευρωζώνη, ενώ οι λιανοπωλητές πρέπει επίσης να δαπανήσουν αρκετά δισεκατομμύρια για τη μεταφορά μετρητών. Όλα αυτά τα κόστη μετακυλίονται έμμεσα στους πελάτες.
"Η αυξημένη ζήτηση για τραπεζογραμμάτια είναι χαρακτηριστική σε περιόδους κρίσης, όταν οι άνθρωποι βασίζονται σε αξιόπιστα προϊόντα και εμπιστεύονται τα μετρητά ως ασφαλές χρήμα", αναφέρει η μελέτη της Bundesbank. Μεγάλες ποσότητες μετρητών συσσωρεύονται επίσης σε χώρες με υψηλά επίπεδα διαφθοράς, κακή διακυβέρνηση, ακριβά και αναποτελεσματικά τραπεζικά συστήματα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσε μάλιστα εντολή στην Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, να τυπώσει όλα τα νέα τραπεζογραμμάτια των πέντε ευρώ για όλες τις χώρες της ευρωζώνης μέχρι το 2024. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι δύο χώρες θα τυπώσουν τα 313,8 εκατομμύρια τραπεζογραμμάτια των πέντε ευρώ που απαιτεί ο ευρωπαϊκός οργανισμός για φέτος.
Η Ισπανία θα τυπώσει επίσης χαρτονομίσματα των 10 ευρώ για όλη την ευρωζώνη για το 2024. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ισπανίας έχει αναλάβει την εκτύπωση 424,2 εκατομμυρίων ευρώ. τραπεζογραμματίων αξίας 10 ευρώ, που αντιστοιχούν σε αξία 4,24 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ.
Οι άλλες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης θα τυπώσουν επίσης χαρτονομίσματα αξίας 1.538,4 εκατ. ευρώ, αξίας 50 ευρώ, 564,9 εκατ. ευρώ, αξίας 20 ευρώ, 527,5 εκατ. ευρώ, αξίας 100 ευρώ και 164,2 εκατ. ευρώ, αξίας 200 ευρώ. Για την ιστορία, για να περιορίσει το ξέπλυμα χρήματος, η ΕΚΤ σταμάτησε την έκδοση χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ πριν από πέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση για χαρτονομίσματα των 100 και 200 ευρώ έχει αυξηθεί.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να εισαγάγει το ψηφιακό ευρώ για να αλλάξει τον τρόπο χρήσης του χρήματος τις επόμενες δεκαετίες. Στόχος είναι να δοθεί στους Ευρωπαίους πολίτες ένας ασφαλής τρόπος να πραγματοποιούν αγορές χωρίς να εξαρτώνται από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ελέγχονται από ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η Mastercard, η Visa, η Apple Pay και η Google Pay.
"Το ψηφιακό ευρώ είναι χρήμα της κεντρικής τράπεζας που ρέει από την ΕΚΤ στους πολίτες. Αυτή είναι η θεμελιώδης αλλαγή στο νομισματικό σύστημα που μπορεί να επιφέρει η μεταρρύθμιση: για πρώτη φορά, οι πολίτες θα έρθουν σε άμεση επαφή με τα χρήματα της κεντρικής τράπεζας, χωρίς μετρητά. Με αυτόν τον τρόπο, το ψηφιακό ευρώ θα είναι παρόμοιο με τα μετρητά", ανέφεραν τραπεζικές πηγές. Στο μέλλον, οι πολίτες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να αποκτήσουν κάρτες από την ΕΚΤ. Θα μπορούσαν να μεταφέρουν χρήματα από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και να τα μετατρέπουν από τραπεζικά χρήματα σε χρήματα της κεντρικής τράπεζας.
Συμπέρασμα
Οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν τα θεμελιώδη μεγέθη τους το 2023, ενισχύοντας την κύρια κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και την ποιότητα του ενεργητικού.
Βελτιώσεις παρατηρούνται και σε άλλους τομείς και υποδομές του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι παρουσίασαν αύξηση των κερδών μετά από φόρους κατά 3,8 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισ. ευρώ το 2022. Θετική συμβολή είχαν τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.