Παγκόσμιες νομισματικές κρίσεις και ο αντίκτυπός τους στην Ελλάδα
Μια παγκόσμια νομισματική κρίση είναι μια σημαντική διαταραχή στη λειτουργία των αγορών συναλλάγματος που οδηγεί σε σημαντικές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών, σε οικονομικούς κλυδωνισμούς και σε κρίσεις ρευστότητας σε πολλές χώρες ταυτόχρονα. Οι νομισματικές κρίσεις μπορούν να προκληθούν από διάφορους παράγοντες, όπως μακροοικονομικές ανισορροπίες, κερδοσκοπικές επιθέσεις σε νομίσματα, αναποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές, πολιτική αστάθεια και άλλα εξωτερικά σοκ. Οι κρίσεις αυτές συχνά συνοδεύονται από απότομη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, εκροές κεφαλαίων, αύξηση του πληθωρισμού, μείωση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας.
Οικονομικά και χρηματοπιστωτικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), η Ελλάδα έλαβε σημαντική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ. Αυτό συνέβαλε στην ταχεία ανάκαμψη και την οικονομική ανάπτυξη. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η Ελλάδα γνώρισε μια περίοδο ταχείας εκβιομηχάνισης και εκσυγχρονισμού. Η ανάπτυξη αυτή προήλθε από την επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής, την ανάπτυξη των υποδομών, την ανάπτυξη του τουρισμού και τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό, η οποία αύξησε επίσης τη ροή των εμβασμάτων προς τη χώρα.
Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν απαλλαγμένη από τις προκλήσεις της, όπως η άνιση περιφερειακή ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Στη δεκαετία του 1970, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε νέες προκλήσεις, όπως ύφεση και υψηλό πληθωρισμό. Η μετάβαση από τη στρατιωτική δικτατορία στη δημοκρατία το 1974 δεν ήταν επίσης χωρίς τις δικές της προκλήσεις και προκάλεσε κάποια πολιτική αστάθεια που επηρέασε την οικονομία. Παρά τις προκλήσεις αυτές, η Ελλάδα συνέχισε να ενσωματώνεται στην παγκόσμια οικονομία και έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1981.
Προσχώρηση στην Ευρωζώνη το 2001
Στο πλαίσιο αυτών των οικονομικών και πολιτικών αλλαγών, η χώρα επεδίωξε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές, η οποία κατέστη δυνατή με την ένταξη στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου 2001, αντικαθιστώντας τη δραχμή με το ευρώ. Αυτό ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα για τη χώρα, η οποία προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την οικονομία της. Η ένταξη στην Ευρωζώνη απαιτούσε από την Ελλάδα να σταθεροποιήσει τους μακροοικονομικούς της δείκτες, ιδίως να μειώσει τον πληθωρισμό και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Η ένταξη στην Ευρωζώνη είχε τα πλεονεκτήματά της: χαμηλότερα επιτόκια, πρόσβαση σε φτηνές πιστώσεις και αύξηση των επενδύσεων. Ωστόσο, το 2004, η Eurostat ανακάλυψε ότι η Ελλάδα είχε παραποιήσει τα οικονομικά της στοιχεία για να πληροί τα κριτήρια εισόδου. Αυτό ήταν προάγγελος μελλοντικών οικονομικών δυσκολιών.
Οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα
Μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου 2001, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, αλλά αντιμετώπισε νέες προκλήσεις. Η αντικατάσταση της δραχμής με το ευρώ οδήγησε σε χαμηλότερα επιτόκια, γεγονός που διευκόλυνε την πρόσβαση σε φθηνή πίστωση και αύξησε τις επενδύσεις. Ωστόσο, η περίοδος αυτή συνοδεύτηκε επίσης από σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 στην Αθήνα
Ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα αυτής της περιόδου ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 στην Αθήνα. Οι προετοιμασίες για τους Αγώνες απαιτούσαν σημαντικές επενδύσεις σε αστικές υποδομές. Η Αθήνα έλαβε νέες αθλητικές εγκαταστάσεις, ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα μεταφορών, νέους δρόμους και ένα αεροδρόμιο. Αυτά τα έργα υποδομής όχι μόνο βελτίωσαν την εμφάνιση και τη λειτουργικότητα της πόλης, αλλά συνέβαλαν επίσης στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι μεγάλες αυτές επενδύσεις οδήγησαν επίσης σε σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους. Το συνολικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων ανήλθε σε περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις αρχικές προβλέψεις. Το κόστος αυτό αποτέλεσε πρόσθετο βάρος για μια οικονομία που ήδη πάλευε με δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος.
Τα βασικά πολιτικά πρόσωπα που επηρέασαν αυτή την περίοδο οικονομικής ανάπτυξης ήταν οι πρωθυπουργοί Κώστας Σημίτης και Κώστας Καραμανλής.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1996 έως το 2004. Η κυβέρνησή του ήταν υπεύθυνη για την προετοιμασία της ένταξης στην Ευρωζώνη και την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κ. Σημίτης υποστήριξε μια πολιτική εκσυγχρονισμού και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η οποία περιελάμβανε την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και τη βελτίωση των υποδομών.
Ο Κώστας Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός το 2004 μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κληρονόμησε μια οικονομία με μεγάλο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο Καραμανλής προσπάθησε να σταθεροποιήσει την οικονομία εφαρμόζοντας διάφορες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και καταπολεμώντας τη διαφθορά.
Γεγονότα και γεγονότα
- Αύξηση του δημόσιου χρέους: Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε στο 109% του ΑΕΠ το 2004, πολύ πάνω από το όριο που έχει τεθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τις χώρες της Ευρωζώνης (60% του ΑΕΠ);
- Έργα υποδομής: Μεταξύ των βασικών έργων υποδομής που υλοποιήθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν το νέο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, η περιφερειακή οδός της Αττικής Οδού και το σύγχρονο σύστημα μετρό στην Αθήνα;
- Οικονομικές επιδόσεις: Παρά την αύξηση του χρέους, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικούς δείκτες ανάπτυξης. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% ετησίως μεταξύ 2000 και 2007.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν σαφώς τόσο τα επιτεύγματα όσο και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η Ελλάδα μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ συνέβαλαν στην ανάπτυξη των υποδομών και της οικονομίας, δημιούργησαν επίσης μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση που τελικά οδήγησε σε οικονομικές δυσκολίες τα επόμενα χρόνια.
Νομισματική κρίση του 1992 (κρίση του ΕΕΜ)
Η νομισματική κρίση του 1992, γνωστή ως κρίση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM), είχε σημαντικό αντίκτυπο στη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Τον Σεπτέμβριο του 1992, η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποτιμήσει τη δραχμή λόγω κερδοσκοπικών επιθέσεων στα ευρωπαϊκά νομίσματα. Η υποτίμηση ήταν περίπου 14%, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική πτώση της αξίας της στις διεθνείς αγορές. Η υποτίμηση της δραχμής ήταν μέρος της ευρύτερης κρίσης του ΜΣΙ που επηρέασε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία και η Ιταλία.
Πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για την Ελλάδα
Η υποτίμηση της δραχμής προκάλεσε αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος από 13,7% το 1991 εκτινάχθηκε σε πάνω από 20% το 1992. Αυτό αύξησε το κόστος των εισαγωγών, γεγονός που μείωσε την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού και δημιούργησε οικονομική αστάθεια. Η αύξηση του κόστους ζωής οδήγησε σε κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρίες. Η οικονομική ύφεση συνέβαλε επίσης στην αύξηση της ανεργίας.
Οι πολιτικές συνέπειες ήταν σημαντικές: ο πληθυσμός εξέφρασε δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Λόγω της αυξανόμενης δυσαρέσκειας, η κυβέρνησή του έχασε την υποστήριξή της και το 1993 το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές. Η πολιτική αλλαγή εγκαινίασε μια νέα φάση στην ελληνική πολιτική με στόχο την οικονομική ανάκαμψη και τη σταθεροποίηση μετά την κρίση.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου έλαβε μια σειρά μέτρων για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής, του ελέγχου του δημοσιονομικού ελλείμματος και της τόνωσης των επενδύσεων. Επιπλέον, η κυβέρνηση εισήγαγε μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997
Η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η οποία ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη και εξαπλώθηκε γρήγορα σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, είχε έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα μέσω των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών. Η πτώση των ασιατικών αγορών προκάλεσε γενική αστάθεια στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η αστάθεια αυτή οδήγησε σε μείωση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, καθώς οι επενδυτές αναζήτησαν ασφαλέστερα περιουσιακά στοιχεία. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών σε αγορές που δεν συνδέονταν άμεσα με την Ασία μειώθηκε επίσης, γεγονός που επηρέασε τις ελληνικές χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και ο οικονομικός αντίκτυπος
Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε στην κρίση με τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό περιελάμβανε τη μείωση των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης, η κυβέρνηση εισήγαγε φορολογικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος και τη μείωση της φοροδιαφυγής.
Παρά τα μέτρα αυτά, η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε προσωρινά. Το 1998, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε μόνο κατά 3,4% έναντι 3,7% το προηγούμενο έτος. Ο πληθωρισμός παρέμεινε υψηλός, φθάνοντας το 1998 στο 4,7%. Το κόστος δανεισμού για τη χώρα αυξήθηκε, καθώς οι επενδυτές απαιτούσαν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου λόγω της αστάθειας στις παγκόσμιες αγορές.
Επιπλέον, η κυβέρνηση εισήγαγε προγράμματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτό περιελάμβανε την απελευθέρωση των αγορών εργασίας και εμπορευμάτων, καθώς και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, έγιναν σημαντικά βήματα για τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως με την ενίσχυση της ρυθμιστικής εποπτείας και την αύξηση της διαφάνειας στον τραπεζικό τομέα.
Έτσι, αν και η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για παγκόσμια χρηματοπιστωτική αστάθεια, η οποία επηρέασε την ελληνική οικονομία μέσω της μείωσης των επενδύσεων και της αύξησης του κόστους δανεισμού. Αυτό ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να λάβει δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της.
Παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είχε άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, προκαλώντας σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και μείωση των εισοδημάτων. Το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 4% το 2009 και η ανεργία εκτινάχθηκε σε ποσοστό άνω του 9%. Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των κρατικών εσόδων, ιδίως λόγω της μείωσης των φορολογικών εσόδων.
Η οικονομική κρίση κλιμακώθηκε σε κρίση ελληνικού χρέους όταν έγινε σαφές ότι η χώρα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο έφτασε το 130% του ΑΕΠ μέχρι το 2009. Το δημόσιο έλλειμμα ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα έχασε την πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές χρέους, γεγονός που την ανάγκασε να ζητήσει οικονομική βοήθεια από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Τον Μάιο του 2010 συμφωνήθηκε το πρώτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής βοήθειας ύψους 110 δισ. ευρώ. Οι όροι του προγράμματος διάσωσης περιλάμβαναν μέτρα λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, αυξήσεων της φορολογίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα κυριότερα μέτρα περιλάμβαναν περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις του δημοσίου για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αυξήσεις φόρων, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την αύξηση των κρατικών εσόδων, και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και την απελευθέρωση των αγορών εργασίας. Το 2012 συμφωνήθηκε ένα δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης ύψους 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο περιελάμβανε ακόμη πιο αυστηρά μέτρα λιτότητας και αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, συμπεριλαμβανομένης της ελάφρυνσης του χρέους των ιδιωτών πιστωτών.
Ανάκαμψη και αντίκτυπος
Η Ελλάδα εφάρμοσε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση και στους όρους των προγραμμάτων διάσωσης του ΔΝΤ και της ΕΕ. Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων και περικοπές στις δημόσιες δαπάνες.
Μία από τις κύριες μεταρρυθμίσεις ήταν η αύξηση της φορολογίας για την αύξηση των κρατικών εσόδων. Ο συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) αυξήθηκε από 19% σε 23% και σε ορισμένους τομείς, όπως τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, αυξήθηκε σε 24%. Εισήχθησαν νέοι φόροι ακίνητης περιουσίας και αυξήθηκαν οι συντελεστές των υφιστάμενων φόρων εισοδήματος και κερδών. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 7 δισ. ευρώ μόνο κατά τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής.
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων περιελάμβανε την πώληση κρατικών επιχειρήσεων και ακινήτων για την προσέλκυση επενδύσεων και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Μεταξύ 2010 και 2018, η Ελλάδα ολοκλήρωσε περίπου 50 συμφωνίες ιδιωτικοποίησης αξίας άνω των 8 δισ. ευρώ. Στις αξιοσημείωτες συμφωνίες περιλαμβάνονταν η πώληση του 67% του λιμανιού του Πειραιά στην κινεζική COSCO έναντι 368,5 εκατ. ευρώ και η παραχώρηση της εκμετάλλευσης 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport έναντι 1,23 δισ. ευρώ. Οι συμφωνίες αυτές συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και στη βελτίωση της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων.
Οι περικοπές των δημόσιων δαπανών αποτέλεσαν σημαντική συνιστώσα των μεταρρυθμίσεων. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν κατά 20-30%, οι συντάξεις μειώθηκαν κατά 15-20% και οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν. Η κυβέρνηση εφάρμοσε επίσης μια σημαντική μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μειώνοντας τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 μέχρι το 2015. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 15,4% του ΑΕΠ το 2009 σε 1% του ΑΕΠ το 2018.
Τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
Το ΑΕΠ της Ελλάδας ανακάμπτει σταδιακά μετά από σημαντική πτώση κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το 2021, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, υποδηλώνοντας σταδιακή οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό, αν και μειώνεται σε σχέση με την κορύφωσή του. Το 2021, η ανεργία ήταν περίπου 14,7%, σε σύγκριση με πάνω από 27% το 2013.
Το βάρος του χρέους παραμένει μια σημαντική πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε περίπου 193% του ΑΕΠ το 2021, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στην ΕΕ. Ωστόσο, χάρη στην αναδιάρθρωση του χρέους και τα προγράμματα χρηματοδοτικής συνδρομής, οι συνθήκες εξυπηρέτησης του χρέους έχουν γίνει πιο διαχειρίσιμες.
Βελτίωση ή επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων
Οι οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας παρουσιάζουν τόσο βελτιώσεις όσο και προκλήσεις. Το ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζουν βελτιωτικές τάσεις, αντανακλώντας τις θετικές επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ανάκαμψης. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τα διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα και η υποεπένδυση, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την οικονομία.
Το 2021, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 8,3%, μια σημαντική βελτίωση μετά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19. Αυτό δείχνει ότι η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει από την κρίση. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 14,7% το 2021 σε σύγκριση με πάνω από 27% το 2013, γεγονός που αποτελεί επίσης θετικό δείκτη οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Οι βελτιώσεις σε αυτούς τους τομείς επιτεύχθηκαν μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, αυξήσεων της φορολογίας και ιδιωτικοποιήσεων κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Προκλήσεις και διαρθρωτικά ζητήματα
Παρά τις θετικές αυτές τάσεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ορισμένες σοβαρές προκλήσεις. Το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό, φθάνοντας το 193% του ΑΕΠ το 2021, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία της κυβέρνησης και αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Σύμφωνα με τη Eurostat, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα το 2020 ήταν 67% του μέσου όρου της ΕΕ.
Το επενδυτικό κλίμα παραμένει επίσης αδύναμο, γεγονός που επηρεάζει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων λόγω των πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών, της έλλειψης ασφάλειας δικαίου και των υψηλών φόρων. Το 2021, το επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν μόνο περίπου 2% του ΑΕΠ, το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα έργα υποδομής και οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος περιλαμβάνουν τον εκσυγχρονισμό του δικτύου μεταφορών, την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και τη στήριξη της καινοτομίας. Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται επίσης για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων με τη μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από 28% σε 24% το 2020.